ογκωτός

ογκωτός
ὀγκωτός, -ή, -όν (Α) [ογκώ]
1. αυξημένος σε όγκο, φουσκωτός («ὀγκωτοῡ τάφου», Ανθ. Παλ.)
2. κατασκευασμένος σε σωρό («ὀγκωτὴ κόνις», επιγρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀγκωτά — ὀγκωτός heaped up neut nom/voc/acc pl ὀγκωτά̱ , ὀγκωτός heaped up fem nom/voc/acc dual ὀγκωτά̱ , ὀγκωτός heaped up fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκωτοῦ — ὀγκωτός heaped up masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ογκωτικός — ή, ό (Α ὀγκωτικός, ή, όν) [ογκωτός] νεοελλ. 1. αυτός που οφείλεται στον όγκο 2. φρ. «ογκωτική πίεση» βιολ. η πίεση που ασκείται από τις πρωτεΐνες τού πλάσματος τού αίματος στα τοιχώματα τών τριχοειδών αγγείων αρχ. πιθ. αυτός που ενισχύει τον όγκο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”